Ινομυώματα Μήτρας
Τα ινομυώματα ή λειομυώματα μήτρας είναι καλοήθεις όγκοι του τοιχώματος της μήτρας, η ανάπτυξη των οποίων μπορεί να εκτείνεται τόσο προς την κοιλότητα, όσο και προς τα εκτός του οργάνου. Πρόκειται για συμπαγείς μάζες μυώδους και ινώδους ιστού, οι οποίες αναλόγως του μεγέθους και του σημείου ανάπτυξής τους, μπορούν να προκαλέσουν διάφορα συμπτώματα. Τα ινομυώματα αναπτύσσονται συνήθως σταδιακά ή σε ορισμένες περιπτώσεις αρκετά απότομα.
Αίτια
Η ακριβής αιτία εμφάνισής τους δεν είναι γνωστή. Η ανάπτυξη ωστόσο των ινομυωμάτων φαίνεται να ενισχύεται από τις γυναικείες ορμόνες (κυρίως την οιστραδιόλη). Στην παθοφυσιολογία φαίνονται ότι εμπλέκονται πολλοί παράγοντες όπως:
⦁ Γενετικές αλλαγές (χρωμοσωμικές ανωμαλίες, γονίδια που σχετίζονται με ορμονικούς υποδοχείς- οιστρογονικοί- προγεστερονικοί- αυξητική ορμόνοι- προλακτίνη- κολλαγόνο)
⦁ Αυξητικοί παράγοντες
⦁ Ορμονικές αλλαγές
⦁ Ισχαιμική βλάβη
Προδιαθεσικοί Παράγοντες
⦁ Ηλικία (πιο συχνά αναπαραγωγική ηλικία)
⦁ Οικογενειακό ιστορικό
⦁ Εθνικότητα (πιο συχνά σε γυναίκες μαύρης φυλής)
⦁ Γενετικοί παράγοντες
⦁ Αναπαραγωγικοί παράγοντες
⦁ Ενδογενείς ορμονικοί παράγοντες
⦁ Σωματικό βάρος
⦁ Διαιτητικοί Παράγοντες
⦁ Αρτηριακή Υπέρταση (ΑΥ) και Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ)
⦁ Φλεγμονή και τραυματισμός μήτρας
Είδη Ινομυωμάτων Μήτρας
Τα ινομυώματα ποικίλλουν ως προς το μέγεθος (μπορούν να είναι από μερικά χιλιοστά ως και εκατοστά), ως προς τον αριθμό τους (μονήρη ή πολλαπλά) και ως προς την ανατομική τους θέση στη μήτρα, βάσει της οποίας χωρίζονται και στις εξής κατηγορίες.
⦁ Υποβλεννογόνια: Πρόκειται για αυτά που αναπτύσσονται ακριβώς κάτω από τον βλεννογόνο της μήτρας και μεγαλώνοντας προβάλουν μέσα στην ενδομητρική κοιλότητα. Είναι αυτά που συνήθως προκαλούν αιμορραγίες, ιδίως εάν το μέγεθός τους υπερβαίνει τα 2 εκατοστά. Επίσης, ευθύνονται για προβλήματα στη σύλληψη, αλλά και κατά τη διάρκεια της κύησης. Τα περισσότερα από αυτά αφαιρούνται με το χειρουργικό υστεροσκόπιο, υπό την προϋπόθεση ότι πάνω από το 50% του ινομυώματος προβάλει στην ενδομητρική κοιλότητα.
⦁ Ενδοτοιχωματικά: Αναπτύσσονται μέσα στο τοίχωμα της μήτρας. Μεγαλώνοντας παραμορφώνουν, αρχικά, το τοίχωμα (συνήθως όταν ξεπερνούν τα 5 εκατοστά) και μετά ολόκληρη τη μήτρα (ιδίως αν υπερβούν τα 7-8 εκατοστά). Είναι η πιο συνηθισμένη κατηγορία και μπορούν να προκαλέσουν αιμορραγίες, αλλά και προβλήματα γονιμότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως αν το μέγεθός τους ξεπεράσει τα 10 εκατοστά, προκαλούν πιεστικά φαινόμενα στην ουροδόχο κύστη και τους ουρητήρες, οδηγώντας σε συχνοουρία ή δυσκολία ούρησης, ακόμα και υδροουρητήρα ή υδρονέφρωση, αλλά και στο ορθό, οδηγώντας σε δυσκοιλιότητα ή τεινεσμό.
⦁ Υποορογόνια: Αναπτύσσονται προς τον ορογόνο, την εξωτερική δηλαδή επιφάνεια της μήτρας. Συνήθως δεν προκαλούν προβλήματα, εκτός και αν αποκτήσουν μεγάλο μέγεθος, πιέζοντας παρακείμενα όργανα.
⦁ Τραχηλικά: Βρίσκονται στον τράχηλο της μήτρας και είναι σπάνια.
⦁ Έμμισχα: Μια υποκατηγορία των υποορογονίων και σπανίως των υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων αποτελούν τα έμμισχα ινομυώματα, τα οποία μεγαλώνοντας ξεχωρίζουν από το τοίχωμα της μήτρας και συνδέονται με αυτό μέσω του μίσχου. Καθώς το ινομύωμα αναπτύσσεται, είναι πιθανό να συστραφεί ο μίσχος και να στραγγαλιστούν τα αγγεία που το τροφοδοτούν. Κατά συνέπεια, το ινομύωμα εκφυλίζεται και νεκρώνεται, προκαλώντας έντονο πόνο.
Συμπτώματα Ινομυωμάτων
Σε πολλές περιπτώσεις η παρουσία ινομυωμάτων είναι τελείως ασυμπτωματική και η διάγνωση τους γίνεται κατά τη διάρκεια προληπτικού γυναικολογικού ελέγχου. Ωστόσο, τα ινομυώματα μπορούν να συνοδεύονται από συμπτώματα όπως:
⦁ Προβλήματα κατά την έμμηνο ρύση όπως δυσμηνόρροια, μεγάλη διάρκεια ή μεγάλες ποσότητες αίματος
⦁ Αιμορραγία εκτός της περιόδου
⦁ Κοιλιακό ή πυελικό πόνο
⦁ Πόνο ή δυσφορία κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής
⦁ Πόνο στη μέση
⦁ Συχνοουρία
⦁ Δυσκοιλιότητα
⦁ Προβλήματα ⦁ γονιμότητας
⦁ Επιπλοκές εγκυμοσύνης
⦁ Αναιμία
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, πως σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις στο εσωτερικό μεγάλων ινομυωμάτων μπορεί να αναπτυχθεί κακοήθεια. Για τον λόγο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό να λαμβάνονται ειδικά μέτρα προστασίας κατά την αφαίρεσή τους.
Διάγνωση
Στις περισσότερες περιπτώσεις η ανίχνευσή τους γίνεται τυχαία κατά τον:
⦁ απλό γυναικολογικό υπέρηχο, κολπικό (συνισταται) ή κοιλιακό – η πιο κοινή και εύκολη εξέταση
⦁ με υδρο-υπερηχογράφημα
⦁ Υστεροσκόπηση
Το υδρο-υπερηχογράφημα είναι μια καινούρια μέθοδος που εφαρμόζεται την ώρα που γίνεται ο ενδοκολπικός υπέρηχος. Χορηγείται υγρό στην ενδομητρική κοιλότητα μέσω ενός μικρού καθετήρα. Με το υγρό αυτό γίνεται εύκολος ο εντοπισμός πολύποδων, ινομυωμάτων ή άλλες ανατομικών διαταραχών του ενδομητρίου. Η μέθοδος είναι ανώδυνη και παρέχει άμεσα αποτελέσματα. Μπορεί να μας βοηθήσει εύκολα να δούμε αν έχουμε ένα ινομύωμα ή ένα πολύποδα εντός της ενδομητρικής κοιλότητας:
⦁ με αξονική τομογραφία
⦁ με μαγνητική τομογραφία
Ινομυώματα μήτρας Θεραπεία
Ο τρόπος αντιμετώπισης των ινομυωμάτων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως:
⦁ Η ηλικία της ασθενούς
⦁ Ο οικογενειακός προγραμματισμός
⦁ Το μέγεθος και ο αριθμός των ινομυωμάτων
⦁ Τα συμπτώματα
Η θεραπεία μπορεί να είναι είτε συντηρητική είτε χειρουργική.
Τα ινομυώματα αποτελούν μια ιδιαίτερη γυναικολογική πάθηση, η οποία απαιτεί μια ιδιαίτερη εξειδίκευση και εμπειρία εκ μέρους του ιατρού, ώστε να προτείνει τη σωστή θεραπευτική μέθοδο.
Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις ινομυωμάτων που δε χρειάζονται θεραπεία, καθώς υποχωρούν σταδιακά ενώ προχωράει η εγκυμοσύνη ή μετά τον τοκετό και κατά την εμμηνόπαυση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι απαραίτητη η συστηματική παρακολούθηση τους με επανεξέταση κάθε 6-12 μήνες, ανάλογα με τις οδηγίες του ιατρού.
Τα ινομυώματα, όπως και η ενδομητρίωση, δε θεραπεύονται αποτελεσματικά με φάρμακα. Υπάρχουν φαρμακευτικές θεραπείες οι οποίες μπορούν να επιβραδύνουν ή ακόμα και να μικρύνουν το μέγεθος των ινομυωμάτων, αλλά λόγω έντονων παρενεργειών μπορούν να δοθούν μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η μόνη μέθοδος αποτελεσματικής θεραπείας είναι χειρουργική.
Οι επεμβατικές μέθοδοι περιλαμβάνουν:
⦁ Την ινομυωματεκτομή. Απευθύνεται σε γυναίκες που επιθυμούν να διατηρήσουν τη γονιμότητά τους, αλλά η αφαίρεση των ινομυωμάτων κρίνεται αναγκαία. Η μέθοδος ινομυωματεκτομής εξαρτάται από τον αριθμό, το μέγεθος και τη θέση των ινομυωμάτων, αλλά και από την εκπαίδευση του ιατρού. Οι επιλογές είναι οι εξής:
⦁ Υστεροσκοπική αφαίρεση υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων. Η εκτομή των ινομυωμάτων γίνεται με τη βοήθεια του υστεροσκοπίου, το οποίο εισέρχεται στην ενδομητρική κοιλότητα μέσω του τραχήλου.
⦁ Λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή
⦁ Ρομποτικά υποβοηθούμενη λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή
⦁ Ανοιχτή ινομυωματεκτομή
⦁ Την υστερεκτομή. Πρόκειται για την αφαίρεση του σώματος της μήτρας με διατήρηση του τραχήλου (μερική) ή αφαίρεση σώματος και τραχήλου (ολική). Αποτελεί τη μέθοδο εκλογής σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ινομυώματα που αυξάνονται σε μέγεθος, αλλά αποτελεί και επιλογή για προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που έχουν ολοκληρώσει τον οικογενειακό τους προγραμματισμό και δεν έχουν ανταποκριθεί σε πιο συντηρητικές λύσεις ή υποτροπιάζουν μετά από ινομυωματεκτομές, ή έχουν ταυτόχρονες παθήσεις όπως αδενομύωση, πρόπτωση μήτρας, δυσπλασία τραχήλου. Η υστερεκτομή μπορεί να γίνει με λαπαροτομία, λαπαροσκοπικά, με ρομποτική υποβοήθηση ή κολπικά, ανάλογα με την ασθενή και την κρίση του θεράποντος ιατρού.
Λαπαροσκοπική αφαίρεση ινομυωμάτων – Κίνδυνοι
Περίπου 1 στις 500 γυναίκες στις οποίες πραγματοποιείται λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή υπάρχει κάποιο κακοήθες ινομύωμα (σάρκωμα). Ο ίδιος κίνδυνος υφίσταται και στις περιπτώσεις λαπαροσκοπικής υφολικής αφαίρεσης της μήτρας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μεγάλος κίνδυνος εξάπλωσης της κακοήθειας μέσα στην κοιλιά της ασθενούς με ενδεχομένως σημαντικές επιπτώσεις στην πρόγνωση της ασθένειας.
Ήδη από το 2014 ο Αμερικάνικος Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έχει εκδώσει οδηγία, με την οποία απαγορεύει την απροστάτευτη κατάτμηση ιστών στις γυναίκες, οι οποίες υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική αφαίρεση ινομυωμάτων ή υφολική αφαίρεση μήτρας.
Προκειμένου οι ασθενείς να συνεχίσουν να επωφελούνται από τα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής χειρουργικής χωρίς να απειλείται η υγεία τους γίνεται πάντα χρήση ειδικού κλειστού συστήματος σάκου.